-
1 προερχομαι
(aor. 2 προῆλθον)1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться(ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὴ χιλόν Xen.; πρός τινα NT.)
π. κατὰ τέν ὁδόν Xen. — продолжать свой путь;οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen. — не покидать местности2) проходить(ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT.)
3) обгонять, опережать(τινα NT.)
4) ( о времени) проходить, протекать(προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου Plat.)
5) перен. доходить, достигатьοἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. — люди преклонного возраста;
ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. — вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек;π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr. — делать успехи6) выдвигатьτὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc. — покидать Эфиопию
См. также в других словарях:
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek